- περισκεπαζω
- περισκεπάζωπερι-σκεπάζωкругом покрывать
(βύσσῳ τι Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βύσσῳ τι Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περισκεπάζω — ΜΑ σκεπάζω κάτι ολόγυρα, περικαλύπτω, προστατεύω, προφυλάσσω («περισκεπασάτω τὸ ἀγγεῑον», Γεωπ.) … Dictionary of Greek
περισκεπάζῃ — περισκεπάζω cover pres subj mp 2nd sg περισκεπάζω cover pres ind mp 2nd sg περισκεπάζω cover pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκεπάσει — περισκεπάζω cover aor subj act 3rd sg (epic) περισκεπάζω cover fut ind mid 2nd sg περισκεπάζω cover fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκεπάσω — περισκεπάζω cover aor subj act 1st sg περισκεπάζω cover fut ind act 1st sg περισκεπάζω cover aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκεπάζουσιν — περισκεπάζω cover pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περισκεπάζω cover pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκεπαζόμεναι — περισκεπάζω cover pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκεπασάτω — περισκεπάζω cover aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκεπάζων — περισκεπάζω cover pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκεπάσαντας — περισκεπάζω cover aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκεπάσαντες — περισκεπάζω cover aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισκέπασον — περισκεπάζω cover aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)